θέση

θέση
[-ις (-εως)] η
1) место;

πιάνω θέση — занимать место;

αλλάζω θέση — пересаживаться;

βάζω κάτι στη θέση του — положить (поставить) что-л, на место;

όλες οι θέσεις είναι πιασμένες — все места заняты;

λάβετε θέσεις! — по местам!;

2) положение, расположение, местоположение;

βάζω στην πρώτη θέση — выдвигать на первый план;

η θέση τού σπιτιού (της πόλης) — местоположение дома (города);

3) положение, состояние; ситуация;

βρίσκομαι σε δύσκολη θέση — находиться в затруднительном, трудном положении;

4) прям. , перен. позиция;

πολιτική από θέσεως ισχύος — политика с позиции силы;

παίρνω θέση — высказываться, высказывать свою точку зрения;

παίρνω σωστή θέση — занимать правильную позицию;

ο εχθρός δυνάμωσε τίς θέσεις του — враг укрепил свои позиции;

αναθεωρώ τη θέση μου — пересматривать свою позицию;

5) долж- ность, место; положение;

η κοινωνική θέση — социальное, общественное положение;

διορίζομαι σε καλή θέση — получить хорошее место;

τί θέση έχει; — какую должность он занимает?;

6) класс, разряд;

βαγόνι δεύτερης θέσης — вагон второго класса;

7) положение, тезис;

θέσεις της εισήγησης — тезисы доклада;

θεμελιώδεις θέσεις — основные положения;

8) постановка (вопроса); выдвижение (предложения);

θέσ ζητήματος εμπιστοσύνης — постановка вопроса о доверии;

9) диссертация;

§ έργο με θέση — социально направленное произведение;

είμαι σε θέση να... — быть в состоянии... (сделать что-л,);

δεν έχεις θέση εδώ — здесь тебе не место;

αυτό δεν έχει θέση εδώ — это здесь ни к чему;

τί θέση έχει αυτό εδώ; — причём здесь это?;

στη θέση μου (σου, του — и т. д.) на моём (твоём, его и т. п.) месте;

βάζω κάποιον στη θέση του — поставить кого-л. на своё место;

θέσει μακρά συλλαβή — грам, долгий слог по положению


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "θέση" в других словарях:

  • θέση — η 1. μέρος, τοποθεσία: Περίοπτη θέση. – Κατάλληλη θέση. – Θέση του στρατοπέδου. – Θέση της πόλης μας. – Βάζω τα πράγματα στη θέση τους. 2. κάθισμα: Δε βρήκαν θέση στο λεωφορείο. 3. κατάσταση: Βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. 4. άποψη: Οι θέσεις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • θέσῃ — θέσηι , θέσις setting fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωγραφική θέση — Η θέση ενός σημείου, τόπου ή περιοχής στην επιφάνεια της Γης, η οποία ορίζεται με τη βοήθεια των συντεταγμένων, δηλαδή του γεωγραφικού πλάτους και του γεωγραφικού μήκους. Η γ.θ. συνηθίζεται να θεωρείται πλήρης ορισμός ενός τόπου, στην… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»